ΑΡΧΕΙΟ -15- ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

ΑΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
(Απόσπασμα από το βιβλίο Η ΔΥΤΙΚΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ)


Ο Antonin Artaud ή η δοκιμασία της ζωής
«Το όνειρο της δημοκρατίας είναι να ανυψώσει τον προλετάριο στο επίπεδο της βλακείας του αστού».
(Γκυστάβ Φλωμπέρ, Αλληλογραφία με την Γεωργία Σάνδη).


Υπάρχει κάτι το άσεμνο στο να μιλάς για τον Αρτώ, όταν δεν είσαι καλλιτέχνης, αλλά σχολιαστής. Είναι ακόμα αισχρότερο όταν, επιπλέον, ανήκεις στην πληθωρική αυτή κατηγορία με το όνομα: οι διανοούμενοι, - οι οποίοι δεν είναι πλέον οι προικισμένοι εισοδηματίες της αστικής τάξεως εξ’ ετέρου θηριώδους και αναθεματιζούσης την υπερβολική πρωτοτυπία στο όνομα της ευπρέπειας, αλλά οι δημόσιοι υπάλληλοι οργανισμών έρευνας και εκπαιδεύσεως οι οποίοι πρέπει να παραδεχθούμε πως δεν υπήρξαν ποτέ οι ευνοϊκότεροι για την ανάπτυξη του πνεύματος της πρωτοπορίας τόποι. Και, αν ως διανοούμενος «οργανικός», για να θυμηθούμε τον ορισμό του Gramsci, νοιώθω κάποιες τύψεις μιλώντας για τον Αρτώ, γνωρίζω από πριν την ωφέλεια που προκύπτει από την αντιπαράθεση σε μια ελεύθερη σκέψη. Μόνον η δουλεία και το πνεύμα της υπηρεσίας τρέφουν την ηλιθιότητα.
Εν τούτοις, αν νοιώθω την επιτακτική ανάγκη να γράψω περί του Αρτώ, είναι διότι το να ακούς τα λόγια του, σημαίνει κατ’ αρχήν να αναρωτιέσαι για την έννοια της πρωτοπορίας η οποία από ότι διαφαίνεται σήμερα, έχει απολέσει το νόημά της. Φαινομενικώς, όλα είναι δυνατά: πραγματοποιούμε, δημιουργούμε, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε μορφή, οποιοδήποτε υλικό και σκηνοθετούμε παραφόρως. (Πρεμιέρες εκθέσεων ζωγραφικής). Βερνισάζ, ατομικές και συλλογικές εκθέσεις, διαδέχονται η μια την άλλη με ρυθμό φρενιτιώδη, όλο και ταχύτερα, τρέχοντας προς τον κόσμο των μεγαλουπόλεων όπως το χρήμα περνά από το ένα πουγγί στο άλλο. Η επιτυχία, η αναγνώριση ενός καλλιτέχνη, ενός δημιουργού, εξαρτώνται πλέον μόνο από την οικονομική ισχύ και τις διασυνδέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της γκαλερί ή του εκδοτικού οίκου που εκθέτει ή δημοσιεύει τα έργα του. Οι αντικατοπτρισμοί του μαζικο-ενημερωτικο-πολιτικο-οικονομικού πλανήτη παρουσιάζονται ως αδιακόπως συνταρασσόμενοι από νεωτερισμούς δονητικούς και ακατανόητους των οποίων το τελικό αποτέλεσμα συνοψίζεται στην μετουσίωση οποιασδήποτε αισθητικής αξίας σε εμπορική αξία. Ύστατη κύρωση η οποία ανοίγει την πόρτα στην θριαμβευτική και αγνοούσα την τέχνη λατρεία που μας προσφέρουν αυτές οι ορδές των επισκεπτών οι οποίοι κάνουν ουρά εμπρός από τα μουσεία, όπως οι κάτοικοι των ανατολικών χωρών εμπρός από τα κρεοπωλεία. Υπέρτατη πολυτέλεια θα πουν! Αλάνθαστο σημάδι της δημοκρατικοποιήσεως του πνευματικού πολιτισμού, θα προσθέσουν! Ίσως, αλλά οπωσδήποτε και υπέρτατη αποξένωση. Διότι, πως είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που πάλλονται από εμπάθεια για τα άγχη των πραγματικών καλλιτεχνών; Είμαστε άραγε καλύτεροι από πριν; Πρόκειται εδώ για το απτό σημάδι προόδου της ανθρώπινης ευαισθησίας; Οι δημοσιογράφοι επιθυμούν να μας πείσουν σχετικώς. Φοβούμαι πως καθώς οι ύμνοι που λάνσαραν προσφάτως για να καταστήσουν πιστευτή την πραγματοποίηση των επαυρίων που τραγουδούν, το ανέκδοτο αυτό ξέσπασμα λόγων δεν είναι παρά ένα νέο άνθος της ανθρώπινης ηλιθιότητας αναπτυσσόμενο με το λίπασμα των ψευδαισθήσεών της. Ο τόσος θόρυβος και η παραφορά των μέσων μαζικής ενημέρωσης ομοιάζουν περισσότερο με την πολιτισμική έδρα ενός κοινωνικού κομφορμισμού γενικευθέντος και καθοσιωμένου, αυτή τη φορά, από το έργο τέχνης – όπως το αισθητικό τμήμα της ενθέρμου λατρείας που τρέφει η Δύση για το μόνο είδωλο που απεδέχθη αφ’ ότου την εγκατέλειψαν οι Θεοί: το Χρήμα.
Χειροκροτώντας τις παρελάσεις των σταρ του κινηματογράφου ή του αθλητισμού με τις μυθώδεις αμοιβές, τους νεόπλουτους της jet society και τα αμέτρητα πλούτη τους, θυσιάζομε στις ίδιες οφθαλμαπάτες του Χρήματος λόγω των οποίων τρέμουν από ενθουσιασμό οι δημοσιογράφοι και προστρέχουν τα πλήθη για να δουν τα πωληθέντα κι αποκτηθέντα έναντι ποσών παραλόγων έργα τέχνης. Κανείς μεταξύ των διανοουμένων, υπερασπιστών εξ’ επαγγέλματος της δημόσιας ηθικής, δεν ανερωτήθη τι σημαίνει το ύψος της τιμής κατά την τελευταία πώληση, πίνακα του Βαν Γκόγκ («Οι ίριδες» 320 εκατομμύρια φράγκα); Ενόσω ζούσε, είχε πωλήσει αυτός μόνο έναν πίνακα… και σε τιμή εξευτελιστική! Άραγε πληρώνουν τώρα οι αστοί την ελεημοσύνη που αρνήθηκε τότε η ανοησία τους στο δημιουργικό τους δαιμόνιο; Μπορεί λοιπόν ο Βενσάν να αναπαυθεί δίπλα στους κοινούς ζωγράφους χάριν της μεγάλης δημοκρατικής συμφιλιώσεως της τέχνης σκηνοθετηθείσης στο Μουσείο του Ορσαί, και ενώπιον της οποίας παρελαύνουν οι τουρίστες αμέριμνα και αδιαφορώντας για το τραγικό πεπρωμένο του δημιουργού.
Εδώ, στη Γαλλία, το πνεύμα των καιρών φαίνεται αφιερωμένο στο πνεύμα της δουλοπρέπειας υπό όλες τις μορφές της, συμπεριλαμβανομένης της θελήσεως του μη κομφορμισμού. Νίκη απόλυτος της προσποιήσεως κατά την διακήρυξη του νέου. «Νέοι φιλόσοφοι» φλυαρούντες αφελώς επί θεμάτων παλαιών ελάχιστα τροποποιημένων ώστε να προσαρμόζονται στην επικαιρότητα, όπως έκαναν παλαιότερα μεταποιώντας παλαιά ενδύματα συμβιβάζοντάς τα προς μια ομάδα λιγότερο αυστηρή. «Νέα κουζίνα», τρία μικροσκοπικά καρότα, δύο κλαδάκια σπανάκι, δύο κουταλάκια του καφέ πουρέ πατάτας για στελέχη επιχειρήσεων (PDG) αποστρεφόμενα τη χοληστερόλη. «Νέο μυθιστόρημα», σελίδες μαρμαρώδεις (ψυχρές) για να δείξουν στους απολιθωμένους αναγνώστες πόσο δύσκολο είναι να γραφεί ένα μυθιστόρημα· «νέα κριτική», άγαλμα ανεγειρόμενο κατά της «δομής» από συγγραφείς ή ποιητές αποτυχημένους οι οποίοι συμμειγνύουν τις πανεπιστημιακές προσόδους με την σπινθηροβόλο ζωή του δανδή. Παράδοξη συνομωσία όπου όλοι εκείνοι που εξυμνούν με πάθος το νέο συναντώνται πάλι, δήθεν τυχαίως, για να δοξάσουν τους χείριστους ιδεολογικούς κομφορμισμούς, να τιμήσουν τις πολιτικές και οικονομικές εξουσίες, να επιδιώξουν αναιδώς το εύκολο χρήμα. Ζήτω ο φιλελευθερισμός, σοσιαλιστικός ή συντηρητικός, είναι ένα και το αυτό. Και last but not least, να συμμετάσχουν, να κολακεύσουν, να ενορχηστρώσουν, τις ηθικές επιταγές της νέας αυτής φάλαγγας των ημι-επαϊόντων, των δημοσιογράφων. Θρίαμβος αυτού που ο επιδιδόμενος στην πολεμική βιεννέζος Κ. Κράους συνόψισε με έναν εύστοχο εκδικητικό αφορισμό: «Οι δημοσιογράφοι έχουν την ίδια σχέση με την αλήθεια καθώς οι χαρτορίχτρες με τη μεταφυσική». Τίποτε άλλο παρά η τεράστια πλάνη μιας εποχής όπου το εμπόρευμα ονομάζεται δημοκρατική κουλτούρα, η οποία προχωρεί επί του θριαμβευτικού άρματος της παγκοσμιοποιήσεως της αγοράς, με την πομπή της, τα στρας της, την ψεύτικη συντροφικότητα, τους υπουργούς της, τους οίκους της (που δεν είναι καν ανοχής), τους χρηματοδοτούμενους δημοσιογράφους της, τους μισθοδοτούμενους δούλους της. Η κουλτούρα – εμπόρευμα κατόρθωσε να πείσει πως οτιδήποτε υπό μορφή γραφής, μουσικής, ζωγραφικής, είναι ισοδύναμο, αρκεί μια φωνή με κύρος να προσελκύσει σ’ αυτό την προσοχή του έκθαμβου πλήθους, παρουσιάζοντάς το στις σελίδες των εφημερίδων, ή καλύτερα, στην οθόνη όλων των φαντασμαγορικών ονείρων, την τηλεόραση. Ένα πασίγνωστο εβδομαδιαίο παρισινό περιοδικό δεν ανακαλύπτει κάθε εβδομάδα μια μεγαλοφυΐα της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, του θεάτρου, ακόμη και του τραγουδιού;
Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά πλέον μεταξύ των Πικάσσο, Μάλεβιτς, Ντε Κίρικο και του πρώτου τυχόντος διαφημιστού· μεταξύ των Βιγιόν, Μπωντλαίρ, Μαλλαρμέ και του Σερζ Γκαίνσμπουργκ· μεταξύ των Προύστ, Τζόϋς, Φώλκνερ, Μούζιλ, Σελίν, Μπέκετ και εκείνων των ορδών των ασήμαντων συγγραφέων οι οποίοι αποτελειώνουν, με την ίδια ταχύτητα που σκουπίζονται, ευτελή μυθιστορήματα προορισμένα για τα συμπόσια των λογοτεχνικών βραβείων. Sic transit Gloria mundi, στην εποχή της επιταχυνόμενης φυσιολογικής αχρηστεύσεως των τεχνικών αντικειμένων, το ίδιο συμβαίνει και με τα πολιτιστικά πράγματα: το κεφάλαιο πρέπει να περιστρέφεται όλο και ταχύτερα.
Ακούγοντας τα κείμενα του Αρτώ δυνατά ή μουρμουριστά από έναν ηθοποιό φίλο ο οποίος έμοιαζε να μιλά μόνο σε μένα και να απαντά μόνο στις ερωτήσεις που η ανανδρία μου δεν τολμά ποτέ να διατυπώσει με αυτή την άμεση δύναμη, ένοιωσα έξαφνα να παρασύρομαι από έναν άνεμο εξεγέρσεως σαρώνοντας την κενότητα του τριπτύχου κουλτούρα – κενότητα – χρήμα που μας σερβίρουν εν είδει ανθρωπισμού. Αντιπαραθέτοντας την μονότονη βία μιας ανθρώπινης πραγματικότητας κοινοτύπου και βαναύσου στην αδυναμία του σώματος, στην κατάρρευση του πνεύματος όταν αγγίζει την τρέλα, στη ματαιότητα της αγάπης, στην υποκρισία των κοινωνικών σχέσεων, στην πλάνη της γραφειοκρατικής φιλίας και της θεσμικής αλληλεγγύης – έβλεπα εκεί την προσωπική μου αθλιότητα. Ο Αρτώ μας παίρνει από το χέρι και μας κάνει να προσεγγίζουμε τις ανηλεείς οδύνες μας, τις αιμορροΐδες μας, τα συρρίγγιά μας, τα εκζέματά μας, τις πολλαπλές πυώσεις μας που καλύπτουμε, με προχειρότητα, με το ρωγμώδες βερνίκι των καλών τρόπων που διαβρώνουν την ψυχή –σύμπτωμα της πλαστής αιδημοσύνης μας. Αλλά πού είναι τα άγρια, τα βάναυσα αλλοτινά μεγαλεία;
Ο Αρτώ, πραγματικός αναρχικός, συναντά με την ακατάσχετη δύναμη των λόγων του – μετάφραση μιας εμπειρίας ζωής τιθεμένης αδιακόπως σε κίνδυνο – την ουσιαστική αδυναμία του ανθρώπου, την οποία κατανοούσε η παλιά τάξη, αυτή μιας κοινωνίας όπου η ισχύς ονομάζονταν ισχύς, ο ανώτερος ανώτερος· η τάξη μιας κοινωνίας που δεν κάλυπτε, με την σύγχυση μεταξύ δημοκρατίας και όχλου και πραγματικότητας της εξουσίας, την αδυναμία της παγκοσμίου εξουσίας, έστω κι αν υπήρξε αυτή παντοδύναμη. Ο καιρός που οι άνθρωποι γνώριζαν ακόμη την έννοια της μεταμέλειας. Όλα πλην της υπεροχής του θείου, εξαρτώντο από το προσωρινό. Αυτό είναι που υπενθυμίζουν χωρίς να το ονομάζουν τα λεγόμενα του Αρτώ. Τι άλλο κάνει παρά να διαλαλεί την ανθρώπινη προσωρινότητα με τη δική του προσωρινότητα; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο παραμένει τόσο δυνατός και τόσο ανεπανάληπτος. Η εποχή μας, επακόλουθη των φημισμένων μακάβριων χορών των δύο παγκοσμίων πολέμων, αρνείται με άγχος παιδικό το πρόσκαιρο και προσφέρεται, ως κοσμική κυρία ελαφρών ηθών, στα δηλητηριώδη θέλγητρα μιας φρικτής ψευδαισθήσεως: το διηνεκές των ευεργεσιών της προόδου, οι οποίες πλέον δημιούργησαν θρησκεία με αντικείμενο λατρευτικό την τεχνοεπιστημονική ανανέωση αντιμετωπιζόμενη από τα καταπληκτικά, ηλίθια και βλοσυρά πλήθη, όπως ο κυνηγός από τη λεία του, εγκαταλελειμμένη από οποιαδήποτε βούληση.
Η προσωρινότητα και άρα και η υπέρτατη και αμείλικτη ενσάρκωσή της, ο θάνατος, δε νοείται πλέον ως η καθημερινή, άμεση και απαιτητική παρουσία για τον κατευνασμό της οποίας επί αιώνες οι άνθρωποι κατέβαλλαν εξαντλητικές προσπάθειες με πολυτελή τελετουργικά ώστε να της αποδοθεί ένα νόημα απόλυτο. Σήμερα, ο θάνατος δεν είναι πλέον αποδεκτός παρά ως αιτιατό ενός τυχαίου, χειρότερα, ως αιτιατό μιας ατυχίας, ως απαίσιο και παράλογο πεπρωμένο, ως βλάβη πυρηνικού εργοστασίου κακώς ρυθμισμένου, ως πέρασμα αθώο – εκτός από την παιδική ηλικία, είναι κανείς τόσο ευχερώς αθώος; - από τον τόπο μιας βομβιστικής επίθεσης, ως αποτέλεσμα καραμπόλας στο κέντρο ενός αυτοκινητοδρόμου όπου ο καθένας, κλεισμένος στο αυτοκίνητό του, πιστεύει πως περιβάλλεται από ένα προστατευτικό κουκούλι, ενώ στην πραγματικότητα σφραγίζει το φέρετρό του με λαμαρίνα.
Αποκαλύπτεται από αυτόν τον τρόπο το αλλόκοτο παράδοξο του καιρού μας: η επιθυμία της αιωνιότητας κατά τη διάρκεια ενός γήινου βίου ο οποίος ότι και να κάνουμε, και παρ’ όλες τις απατηλές ομιλίες και τα στολίδια, δεν μπορεί να διαφύγει του καθορισμένου από τον θάνατο ορίου του. Είναι το τίμημα που πληρώνει ο νεώτερος και ο «μετανεώτερος» άνθρωπος για το ότι αντικατέστησε την υπεροχή – οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή – αμετάβλητη κατά τον αρχικό της προσδιορισμό, με την πρόοδο, η οποία κατά την ουσία της, είναι η ενσάρκωση του μηδενισμού θεμελιωτή του επιστημονικού πνεύματος, της κόρης του, της τεχνικής και του νόθου τέκνου της, της αναχρονιστικής θεωρήσεως του παρελθόντος: η μόνη εναπομείνασα στους ανθρώπους αλήθεια πρέπει πάντοτε να ικανοποιεί τις απαιτήσεις και τις ανάγκες της στιγμής.
Νέος, πρέπει να είναι κανείς απαραιτήτως νέος, και να διατηρηθεί με οποιοδήποτε κόστος, καταστόλιστος με γαρνιτούρες και καλλυντικά σ’ ένα φρενιτώδες ξεδίπλωμα μουσικών και λόγων στην υπηρεσία της ευτελεστέρας γοητείας. Η νεότητα δεν είναι πλέον η υπεσχημένη μελλοντική ελπίδα μετά την τελειωθείσα, δίπλα σε δασκάλους σεβαστούς, γέροντες τιμημένους, μύηση, αλλά μια καταναλωτική μηχανή υποταχθείσα στον έλεγχο των τραπεζών και των εμπόρων· όσον αφορά αυτούς που την αρνούνται, τους πραγματικά απελπισμένους οι οποίοι, απλοϊκοί και γελοίοι, πιστεύουν πως αρκεί ο καταναγκασμός του αστού για να κλονισθεί η συνείδηση του κόσμου, λησμονούν, εμπρός στο αδιέξοδο της τρομοκρατίας ή των ναρκωτικών, πως η υποτιθεμένη δημοκρατία των πολιτικών κομμάτων, των δημοσιογράφων, των κοινωνικών λειτουργών και της αστυνομίας αναλαμβάνει, με τη συναίνεση του κορεσμένου από πολυτελή μικροαντικείμενα και πιστώσεις πλήθους, να τις απορρίψει μέσα στη μαύρη τρύπα του απόλυτου κακού. Ασφάλεια, εύθραυστο διηνεκές και πρόοδος επιταχυνομένη, με συνέπειες παραδόξως απρόβλεπτες και στερημένες νοήματος, ορίστε αυτά που μπορούν να τρελάνουν αρκετούς.
Με τον παραλογισμό, είτε αυτό των ναρκωτικών που επιταχύνουν την καταστροφή για το αστραπιαίο φως ενός γελοίου παραδείσου, είτε αυτών της λοιδορίας που εξορκίζει τη γεροντική εξασθένηση αυτού του σώματος φθειρομένου από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο είτε αυτόν της τρέλας που απαγγέλει μεγαλόστομα για να υπερκεράσει το αναπόφευκτο περατό, ο Αρτώ επιχειρεί να αναζωογονήσει τον διαλογισμό αυτό επί του παραδόξου της ερωτηματικής ζωής του ανθρώπου που μας έρχεται από την Ελλάδα. Πώς τόση ομορφιά μπόρεσε, και μπορεί, να αναβλύζει από αυτό το εργοστάσιο κόπρων, οδύνης και θανάτου; Να γιατί το ουρλιαχτό του δεν είναι, με ακρίβεια μιλώντας το ουρλιαχτό μιας πρωτοπορίας που ολοκληρώνει τη διαδρομή της ταριχευμένη σ’ ένα μουσείο, όπως αναπαύονται σήμερα οι Situationistes (Situationistes: Κίνημα αμφισβητήσεως της δεκαετίας του ’60 αναπτυχθέν κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους.) στο Beaubourg, αλλά αυτό της αιωνίου ελευθερίας, πάντοτε καταπνιγομένης και ετοίμου να αναφανεί εκεί, και σε μορφή ουδόλως αναμενόμενη. Ο Μπρετόν (Breton), ο Τζαρά (Τzara) και άλλοι υπερρεαλιστές τέλειωσαν τη ζωή τους στα χρυσά ενός θλιβερού ακαδημαϊσμού, ως νέοι αστοί σπάταλοι, εικονοκλάστες και ταλαντούχοι, οι οποίοι αφού έζησαν άσωτη ζωή μέσα στο κοινωνικό μπορντέλλο επανήλθαν στον ορθό δρόμο της εντάξεως, όλοι ήρωες γερνώντες και κατάκοποι από την αισθηματική ευφρόσυνη εκπαίδευση. Το 1966, ενώ εκρίνετο στη Σορβόννη η πρώτη διδακτορική διατριβή περί του Τσαρά, η πρόεδρος της επιτροπής, η σοβαροτάτη Μαρί-Ζαν Ντυρρύ, την εποχή εκείνη διευθύντρια του προτύπου λυκείου θυλέων της λεωφόρου Ζουρνταίν, άρχισε την προεισαγωγική της ομιλία υπρνθυμίζοντας στον υποψήφιο διδάκτορα και στο πολυάριθμο προσελθόν κοινό, ότι όλα καταλήγουν στη Σορβόννη. Ήταν μακάβριο! Μια ωραία κηδεία! Ο Τζαρά είχε γαληνεύσει εκεί διότι ήταν γαληνεύσιμος! Έφυγα από εκείνη τη μασκαράτα. Ο Αρτώ και οι πρωκτικές του θεωρίες, που τις έφτυνε ενάντια στον κόσμο της βολής, παραμένει ένας από τους σπάνιους σύγχρονους καλλιτέχνες των οποίων ο λόγος παραπέμπει στην μετριότητα όλων των πανεπιστημιακών νεκροφάγων ποιητών. Τον φαντάζομαι να πετά στο πρόσωπο των θλιβερών αυτών κοπροφάγων της λογοτεχνίας μια κραυγή σαν αυτή: «Δεν είστε παρά ελεεινοί τιποτένιοι, επίδοξοι ρήτορες επάνω σ’ έναν κώλο που δεν αξίζει ούτε την πορδή που κρατάει!»
Ουρλιάζοντας ακατάπαυστα τη φθορά του σώματος και τον θάνατο, ο Αρτώ απαλείφει κάθε υποκρισία κι επαναφέρει τον άνθρωπο στην τελικότητά του, ως να έπρεπε ν’ αποσπασθεί από κάθε ψευδή αιδώ πριν να επανεύρει τη ζωή, η οποία, όταν εμφανίζεται στον κόσμο προοιωνίζεται την αποσύνθεση, καθώς το αναδυόμενο στο φως νεογέννητο είναι κεχρισμένο, από τα ούρα και τις ακαθαρσίες της μητέρας του. Ανάδυση εναρκτήρια κάθε ζωής, της δυνατότητας της βιολογικής μας παρουσίας. αλλά ακόμη περισσότερο, έκφρασης της μεγάλης πλανητικής μεταφοράς της νεωτερικότητάς μας, αυτής της ποιητικής λέξεως που εισήγαγε ο Μπωντλαίρ επιμελής ερευνητής της κοπριάς της συχρόνου μεγαλουπόλεως – του ποταμού των κοπράνων των οχετών του χαμερπούς πλήθους της του διαφθείροντος κάθε πράγμα, κάθε ψυχή, κάθε αγάπη εμπορεύματός της – το πολύτιμο μέταλλο του λόγου του δημιουργού.



Claude Karnoouh 1989
Μετάφραση Ελίνα Μουσταϊρα