ΑΡΧΕΙΟ -38- ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ



Λορέντζος Μαβίλης
(Ιθάκη 6 Σεπτεμβρίου 1860 – Δρίσκος Ιωαννίνων 28 Νοεμβρίου 1912)


Η καταγωγή του ήταν από την Κέρκυρα, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ήταν μεγαλόσωμος, ξανθός με γαλανά μάτια. Φοίτησε στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» στην Κέρκυρα με δάσκαλο τον ελληνιστή Ι. Ρωμανό.
Ο Ιάκωβος Πολυλάς θα τον μυήσει στο έργο του Σολωμού, στην παγκόσμια λογοτεχνία και στην αγάπη για τη δημοτική γλώσσα.
Το 1879 παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στη Φιλοσοφική Αθηνών.
Το 1880 πήγε στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια, και επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε (έχει γράψει και σονέτο με τίτλο "Υπεράνθρωπος"), την "Κριτική του Καθαρού Λόγου" του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ, και από την "Βουλησιαρχία" Σοπενάουερ (Arthur Schopenhauer). Ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος "Μαχαμπχαράτα". Κατά την παραμονή του στην Γερμανία ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κύρια σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.
Την 1η Απριλίου 1884 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Εις τον γυρισμό της» τον Μεσσηνιακό Τύπο. Ποιήματα και μεταφράσεις του θα δημοσιευτούν στον ΕΣΠΕΡΟ της Λειψίας το 1885, στο ΑΤΤΙΚΟΝ ΜΟΥΣΕΙΟΝ το 1890 – 1891, στην ΤΕΧΝΗ του Κ. Χατζόπουλου το 1898 -1899, και αργότερα στο περιοδικό ΓΡΑΜΜΑΤΑ της Αλεξάνδρειας.
Το 1890, με τη διατριβή του για τον βυζαντινό χρονογράφο Σκυλίτση, θα αναγορευθεί διδάκτορας φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του ERLANGEN της Βαυαρίας.
Ο Μαβίλης δεν είναι φιλόσοφος και ποιητής του γραφείου, προσχωρεί στην Εθνική Εταιρεία όπου γίνεται πρόεδρος σε ένα από τα πέντε τμήματά της που ο Παύλος Μελάς είχε ιδρύσει στην Κέρκυρα.
Το 1896 ο Μαβίλης συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τον Κ. Θεοτόκη, με αξιωματικούς οι οποίοι άφησαν κρυφά τις θέσεις του στρατού κι άλλους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Για τις στιγμές που έζησε στην Κρήτη έγραψε τρία σονέτα «Κρήτη», «Πλήρωμα χρόνου» και «Exelsior».
Τα σονέτα του Μαβίλη είχαν άρτια μορφή και εξαίρετο περιεχόμενο, (το οποίο πάντως χαρακτηρίζεται από ολοφάνερη απαισιοδοξία). Τα σονέτα του, με ενδεκασύλλαβους στίχους, είναι πολύ πιο επεξεργασμένα και περίτεχνα από των συγχρόνων του και εισάγει νέα στοιχεία, όπως το να αρχίζει η πρόταση στην μέση του στίχου, να υπάρχει διάλογος, κλπ..
Το 1897 κατά τον ελληνο – τουρκικό πόλεμο, ο Μαβίλης συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές, και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών αυτών τα κάλυπτε ο ίδιος.
Το 1910 εκλέγεται βουλευτής Κερκύρας.
Το 1911 υπερασπίζοντας την δημοτική γλώσσα μέσα στην Ελληνική Βουλή είπε, απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους : Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν. ("Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής", Β' Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).
Στον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο ο Λορέντζος Μαβίλης εντάχθηκε στο εθελοντικό σώμα του Αλέξανδρου Ρώμα κι αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της Ηπείρου
Την 28 Νοεμβρίου 1912 έπεσε ηρωικά υπέρ πατρίδος επικεφαλής του λόχου του των εθελοντών, στη Μάχη του Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα.
Με τον Λορέντζο Μαβίλη, συνεχιστή του εθνικού μας ποιητή Δ. Σολωμού, του Α. Κάλβου, του Α. Βαλαωρίτη, του Γ. Τερτσέτη, του Ι. Τυπάλδου, του Ι. Πολυλά, του Γ. Μαρκορά, κλείνει ο κύκλος της Επτανησιακής Σχολής. Το έργο του αποτελούμενο από στίχους, πεζά, μεταφράσεις, πολιτικές αγορεύσεις και γράμματα, πηγάζει από τον έξοχο χαρακτήρα του και τις ιδέες του για τον άνθρωπο, το έθνος, τη θρησκεία, την τέχνη, τη φιλοσοφία και την ηθική.
Δείγματα ποιημάτων του Λ. Μαβίλη:
Η ΛΗΘΗ
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνετην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήσηο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι. Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνεστης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση•μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,α' στάξη γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε. Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται... A' δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
ΠΑΤΡΙΔΑ
Μάννα μου Ελλάδα, τι δεν είσαι τώρα
Σαν πρώτα ορθή, ψηλή στεφανωμένη
Με δάφνες, τι δεν είσαι με τα δώρα
Της αθάνατης Νίκης στολισμένη;
Αχ! πότε θάρθη, πότε θάρθη η ώρα
Να ματαστράψει η όψη σου η σβημένη
Και την ερημωμένη σου τη χώρα
Μ’ ελπίδα να φωτίσεις, ω αντρειωμένη;
Πατρίδα μου, σηκώσου. Ας λάμψει πάλι
Στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου,
Και της Ελευθεριάς θα να προβάλει
Η μέρα και το θείο πρόσωπό σου
θα λάμπει σαν τον ήλιο της. Μεγάλη
Θα γίνεις κι αλλοιά τότε στον εχτρό σου.
ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ
«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαίαεδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,τρία αδέρφια, γιό, πατέρα Ολυμπιονίκες• να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,και εγώ να καμαρώσω μέσ' στα ωραίακορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέαπαλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκειες. Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια•στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζημε της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια. Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζεισε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρουύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».
Πηγές:
ΜΕ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ – Νικόλαος Καρράς – Εκδόσεις Πελασγός – Αθήνα 1998
Ιστοσελίδα ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ